ωροσκόπιο(ν)

ωροσκόπιο(ν)
το гороскоп

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ωροσκόπιο(ν)" в других словарях:

  • ωροσκόπιο — Μέθοδος με την οποία οι αστρολόγοι ισχυρίζονται ότι μπορούν να μαντέψουν το μέλλον ενός ατόμου, με βάση την τοποθέτηση των πλανητών τη στιγμή της γέννησής του. Τα ω. ήταν γνωστά από την αρχαιότητα, και βασίζονται στην επιρροή την οποία ασκούν… …   Dictionary of Greek

  • ωροσκόπιο — το διάγραμμα της θέσης των πλανητών στον ουρανό κατά τη γέννηση ενός ατόμου για το μάντεμα αυτών που πρόκειται να του συμβούν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -σκόπιο — β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής (ελάχιστα είναι τα ουσ. αυτά στην Αρχαία), τα οποία προέρχονταν αρχικά από τα αντίστοιχα ον. σε σκοπος*. Στη συνέχεια, όμως, το β συνθετικό σκόπιο ανεξαρτητοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε με …   Dictionary of Greek

  • γένεση — η (AM γένεσις) 1. γέννηση, δημιουργία εκ του μηδενός 2. το πρώτο βιβλίο τής Παλαιάς Διαθήκης αρχ. μσν. εποχή, γενιά νεοελλ. 1. η αναπαραγωγή* 2. φρ. «αυτόματη γένεση ή αυτογένεση» η θεωρία τής προέλευσης τών ζώντων οργανισμών από αδρανή ύλη μσν.… …   Dictionary of Greek

  • θέμα — I Το μέρος της λέξης που απομένει μετά την αφαίρεση της κατάληξής της. Είναι αμετάβλητο κατά την κλίση και φορέας της βασικής έννοιας της λέξης. Έτσι, στις λέξεις ουρανός, ταχύτητα, τρέχω, εκείνος, τα θ. είναι αντίστοιχα ουραν , ταχυτητ , τρεχ ,… …   Dictionary of Greek

  • θεμάτιον — θεμάτιον, τό (Α) (υποκορ. τού θέμα*) αστρολογικό μικρό ωροσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμα, τος + υποκορ. καταλ. ιον (πρβλ. βιβλ ίον, κοράσ ιον)] …   Dictionary of Greek

  • κατάκλιση — η (AM κατάκλισις) [κατακλίνω] 1. το πλάγιασμα ατόμου ή πράγματος, η τοποθέτηση σε πλαγιαστή θέση 2. η θέση που παίρνει κάποιος για να ξεκουραστεί ή για να κοιμηθεί νεοελλ. ναυτ. το πλάγιασμα τού πλοίου για τον καθαρισμό τών υφάλων ή για επισκευή… …   Dictionary of Greek

  • κλυτοτέρμων — κλυτοτέρμων, ἡ (Α) (ενν. ὥρα) ωροσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + τέρμων (< τέρμων < τείρω «φθείρω με τη χρήση»), πρβλ. απειρο τέρμων, κυκλο τέρμων] …   Dictionary of Greek

  • συνωροσκοπώ — έω, Α [ώροσκοπῶ] (για πλανήτες) καταλαμβάνω το ωροσκόπιο μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

  • σφαίρος — I Μυθολογικό πρόσωπο, ηνίοχος του Πέλοπα. Μετά τοn θάνατό του τον θάψανε στο μικρό νησί που βρίσκεται κοντά στην Τροιζηνία και ονομάζεται γι’ αυτό Σφαιρία. Η κόρη του Πιθέα, βασιλιά της Τροιζήνας, έπειτα από όνειρο, έκανε στον τάφο του σπονδές… …   Dictionary of Greek

  • ωροσκόπος — ο / ὡροσκόπος, ον, ΝΑ το αρσ. ως ουσ. αστρολ. αυτός που, παρατηρώντας το ωροσκόπιο κάποιου, προλέγει το μέλλον του αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωροσκόπηση 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὡροσκόπος η ερμηνεία τής τύχης από την παρατήρηση τής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»